αποκοσμώ

αποκοσμώ
(AM ἀποκοσμῶ, -έω)
αφαιρώ τον στολισμό, τα στολίδια
1. αφαιρώ, απομακρύνω
2. παραμορφώνω κάτι
3. απομακρύνω από τον κόσμο, φονεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”